γραμματοσημομανής

γραμματοσημομανής
-ές
αυτός που ασχολείται με πάθος με τη συλλογή γραμματοσήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματόσημο + -μανής < μαίνομαι. Η λ. γραμματοσημομανείς μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό Φύσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”